- λάβωμα
- το (Μ λάβωμα και λάβωμαν) [λαβώνω]τραυματισμός, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάβωμα — το, ατος και λαβωματιά, η τραυματισμός με όπλο, πληγή: Το λάβωμα δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβωμά — η βλ. λαβωματιά … Dictionary of Greek
λαβωματιά — και λαβωμά, η (Μ λαβωματιά και λαβωματέα και λαβωματέ) [λάβωμα] 1. λάβωμα, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο, αλλά και κάθε τραύμα που προέρχεται από τυχαία πρόσκρουση ή άλλη αιτία 2. μτφ. ψυχικό τραύμα, ψυχικός πόνος («τού έρωτα ή τού πόθου τις… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
τραυματισμός — ο 1. πλήγωμα, λάβωμα (κυριολ. και μτφ.): Τραυματισμός στη μάχη. – Ψυχικός τραυματισμός. 2. κάθε κάκωση του σώματος από εξωτερική βία: Είναι μονόφθαλμος από τραυματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώση — η τραυματισμός, πλήγωμα, λάβωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)